Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η γραμματική

  • 1 'γραμματική

    [грамматики] ουσ. Θ. грамматика.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > 'γραμματική

  • 2 грамматика

    грамматика ж η γραμματική
    * * *
    ж
    η γραμματική

    Русско-греческий словарь > грамматика

  • 3 грамматика

    η γραμματική.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грамматика

  • 4 разбор

    1. (вопроса, дела и т.п.) η εξέταση
    η διερεύνηση
    - вопроса - του ζητήματος 2 грам. η ανάλυση
    - предложения см. - синтаксический синтаксический - η συντακτική αναγνώριση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разбор

  • 5 грамматнка

    грамма́т||нка
    ж ἡ γραμματική.

    Русско-новогреческий словарь > грамматнка

  • 6 разбор

    разбор
    1. ἡ ἀνάλυση [-ις], ἡ ἐξέταση[-ις]:
    критический \разбор ἡ κριτική ἀνάλυση·
    2. юр. ἡ διαδικασία, ἡ δίκη:
    \разбор дела ἡ ἐξέταση ζητήματος·
    3. грам. ἡ γραμματική ἀνάλυση, ἡ τεχνολογία·
    4. разг:
    без \разбора χωρίς διάκριση· с \разбором διαλέγοντας, κάνοντας ἐπιλογή· ◊ приходи

    Русско-новогреческий словарь > разбор

  • 7 сравнительный

    сравнительн||ый
    прил συγκριτικός:
    \сравнительныйая грамматика ἡ συγκριτική γραμματική· \сравнительныйая степень грам. ὁ συγκριτικός βαθμός.

    Русско-новогреческий словарь > сравнительный

  • 8 строй

    стро||й
    м
    1. τό καθεστώς, τό σύστημα:
    государственный \строй τό πολίτευμα, τό καθεστώς· социалистический \строй τό σοσιαλιστικό καθεστώς· общественный \строй τό κοινωνικό καθεστώς· колхозный \строй τό σύστημα τών κολχόζ· 2.:
    грамматический \строй языка ἡ γραμματική διάρθρωση τής γλώσσας·
    3. воен. ἡ παράταξη [-ις], ἡ σύν-ταξη [-ις]:
    сомкнутый \строй ή, πυκνή παράταξη· боевой \строй ἡ παράταξη μάχης· ◊ вступать в \строй (о предприятии) ἀρχίζω νά λειτουργώ· вводить в \строй ἀρχίζω νά χρησιμοποιώ· выводить из\стройя θέτω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύω· выйти из \стройи βγαίνω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > строй

  • 9 грамматика

    [γκραμμάτικα] οοσ. θ. γραμματική

    Русско-греческий новый словарь > грамматика

  • 10 грамматика

    [γκραμμάτικα] ουσ θ γραμματική

    Русско-эллинский словарь > грамматика

  • 11 анализ

    α.
    ανάλυση•

    подвергнуть -у понятие причинности υποβάλλω σε ανάλυση την έννοια του αιτιατού•

    химический анализ χημική ανάλυση•

    микроскопический анализ μικροσκοπική ανάλυση•

    анализ крови ανάλυση αίματος•

    грамматический анализ γραμματική ανάλυση•

    произвести литературного произведения κάνω ανάλυση λογοτεχνικού έργου.

    Большой русско-греческий словарь > анализ

  • 12 буквенный

    επ.
    γραμματικός, με γράμματα•

    -ое обозначение γραμματική παράσταση.

    Большой русско-греческий словарь > буквенный

  • 13 грамматика

    θ.
    1. γραμματική.
    2. εγχειρίδιο γραμματικής.

    Большой русско-греческий словарь > грамматика

  • 14 грамматист

    α.
    γραμματιοτής, ειδικός στη γραμματική.

    Большой русско-греческий словарь > грамматист

  • 15 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 16 построение

    ουδ.
    1. χτίσιμο, οικοδόμηση• δημιουργία, φτιάξιμο1- социализма в ссср το χτίσιμο του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ.
    2. κατασκευή• συνάρτηση, σύσταση, σύνθεση.
    3. σύνταξη γραμματική. || σύνταξη στρατιωτικού τμήματος.

    Большой русско-греческий словарь > построение

  • 17 разбор

    α.
    1. αρπαγή, άρπασμα• πάρσιμο.
    2. τακτοποίηση• διευθέτηση• ταξινόμηση.
    3. λύση• διάλυση, αποσύνδεση, ξεμοντάρισμα• ξήλωμα.
    4. εξέταση, διερεύνηση•

    разбор вопроса εξέταση ζητήματος.

    5. εξάρθρωση, διαμελισμός• ξεχαρβάλωμα.
    6. ανάλυση•

    разбор предложения по частям речи γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία)•

    разбор картины ανάλυση εικόνας,

    7. ξεχώρισμα, βγάλσιμο, ανάγνωση•

    разбор почерка ανάγνωση γραφικού χαρακτήρα.

    8. (απλ.)• άρθρο κριτικό.
    9. εκλογή• εξαίρεση• διάκριση•

    без -а χωρίς εκλογή, αν εξαίρετα, αδιάκριτα.

    10. ποιότητα•

    мука второго -а αλεύρι δεύτερης ποιότητας.

    11. κατηγορία, είδος, γένος.

    Большой русско-греческий словарь > разбор

  • 18 разобрать

    разберу, разбершь, παρλθ. χρ. разобрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разобранный, βρ: -бран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, παίρνω, αδράζω• αρπάζω•

    -ли цопы и начали молотить πήραν τα δάρτια και άρχισαν να στουμπίζουν.

    || αναρπάζω, αγοράζω βιαστικά.
    2. τακτοποιώ, διευθετώ. || ξεχωρίζω, ταξινομώ.
    3. διερευνώ, εξετάζω, ελέγχω•

    разобрать д-ло εξετάζω την υπόθεση•

    разобрать вопрос εξετάζω το ζήτημα.

    4. λύνω, διαλύω, διαμελίζω•

    разобрать пуле-мт λύνω το πολυβόλο.

    || χαλνώ, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω•

    разобрать крышу χαλνώ τη στέγη•

    печку χαλνώ τη θερμάστρα.

    5. αναλύω, κάνω ανάλυση•

    разобрать картину κάνω ανάλυση της εικόνας•

    разобрать предложение по частям речи κάνω γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία).

    6. ξεχωρίζω, διακρίνω, γνωρίζω, βγάζω• καταλαβαίνω•

    разобрать почерк βγάζω το γραφικό χαρακτήρα-- в темноте διακρίνω στο σκοτάδι•

    разобрать вкуса ξεχωρίζω τη γεύση.

    7. κυριεύω, πιάνω, κατέχω (για αισθήματα, επιθυμία κ.τ.τ.).
    1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι.
    2. καταλαβαίνω, εννοώ, εισέρχομαι (μπαίνω) στο νόημα.
    3. (στρατ.) συντάσσομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разобрать

  • 19 сравнительный

    επ.
    1. συγκριτικός•

    сравнительный метод συγκριτική μέθοδος•

    -ая таблица συγκριτικός πίνακας•

    -ая грамматика συγκριτική γραμματική.

    2. ανάλογος, σχετικός.
    εκφρ.
    - ая степень – (γραμμ.) συγκριτικός βαθμός.

    Большой русско-греческий словарь > сравнительный

  • 20 формальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. τυπικός.
    2. γινόμενος κατά τους τύπους. || επιβαλλόμενος από συνήθεια ή κανονισμό. || για το θεαθήναι.
    3. φορμαλιστικός.
    4. (γλωσ.) κλιτός, τυπικός, γραμματικός•

    -ое значение слова η γραμματική σημασία της λέξης.

    5. βλ. форменный (3 σημ.).
    εκφρ.
    - ая логика – τυπική λογική.

    Большой русско-греческий словарь > формальный

См. также в других словарях:

  • γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… …   Dictionary of Greek

  • γραμματική — η 1.η επιστήμη που ερευνά τη γλώσσα ενός λαού και μελετά τους κανόνες που τη ρυθμίζουν. 2. βιβλίο που περιλαμβάνει τους κανόνες μιας γλώσσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμματικῇ — γραμματικός knowing one s letters fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματική — γραμματικός knowing one s letters fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Gramática de la lengua común de los griegos — Γραμματικῆ τῆς κοινῆς τῶν Ἑλλήνων Γλώσσης Gramática de la lengua común de los griegos Autor Nikoláos Sofianós Tema(s) Gramática griega Publicado en …   Wikipedia Español

  • γραμματικῆι — γραμματικῇ , γραμματικός knowing one s letters fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματικός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 28 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ωλένης. * * * ή, ό (AM γραμματικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα γράμματα ή στη γραμματική («γραμματικοί κανόνες», «γραμματικές παρατηρήσεις»,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Τριανταφυλλίδης, Μανόλης — (Αθήνα 1883 – 1959). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο της Αθήνας συνέχισε τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη και στο Μόναχο, όπου το 1909 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα με την εργασία του Οι δάνειες λέξεις της… …   Dictionary of Greek

  • φιλολογία — Ιστορική επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η κριτική και η γραμματική εξέταση και η ερμηνεία των γραπτών εκείνων μνημείων –του παρελθόντος κυρίως– που αποτελούν την έκφραση του πνευματικού πολιτισμού ενός λαού. Πρέπει λοιπόν να διακριθεί ο… …   Dictionary of Greek

  • Nikoláos Sofianós — o Nikolaos Sophianos (en griego Νικολάος Σοφιανός) fue un humanista, gramático y cartógrafo griego del Renacimiento. Nació en Corfú hacia 1500 y murió en Venecia después de 1551.[1] Se le conoce sobre todo por ser el primer autor conocido de una… …   Wikipedia Español

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»